- Αμφιθήριο
- (amphitherium). Γένος θηλαστικών που έχει εκλείψει. Ανήκαν στην τάξη των μαρσιποφόρων. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στην περιοχή της Οξφόρδης (Αγγλία) σε γεωλογικά στρώματα που τοποθετούνται χρονικά στην ιουράσιο περίοδο του μεσοζωικού αιώνα.
* * *ή Θυλακοθήριο, το Παλαιοντ.γένος μικρών Μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας Pantotheriidae, που έχει εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανα βρέθηκαν σε στρώματα τού Δογγέριου (Ιουρασικό, Μεσοζωικός αιώνας), στην Αγγλία.
Dictionary of Greek. 2013.